Κυριακή πρωί ξεκινάμε μαζί με τον ΕΟΣ Πρέβεζας για τα Ζαγοροχώρια και συγκεκριμένα για το Τσεπέλοβο για να κάνουμε τη διάσχιση του φαραγγιού Βικάκι παιρνώντας από τους Κήπους και να καταλήξουμε στη Βίτσα. Το λεωφορείο είναι γεμάτο κόσμο και στο δρόμο έρχονται μαζί μας μέλη του ΕΟΣ Ιωαννίνων.
Αρχικά επισκεπτόμαστε τη Μονή Ρογκόβου που είναι αφιερωμένη στη μνήμη του Ιωάννη Προδρόμου χτισμένη το 1749. Γεωγραφικά το μοναστήρι βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά Τσεπέλοβο και Καπέσοβο και στην περιοχή που ονομάζεται μικρό Βικάκι. Η ονομασία του προέρχεται από τα σλάβικα και σημαίνει χαραδρότοπος λόγω του γεγονότος ότι είναι πολύ κοντά στην χαράδρα του Βίκου. Ιστορικά προορίζονταν για να γίνει το πρώτο πανεπιστήμιο καθώς η περιοχή προορίζονταν να ανεξαρτοποιηθεί αλλά την πρόλαβαν τα γεγονότα της επανάστασης του 1821. Η μονή βρίσκεται υπό συντήρηση και έτσι είχαμε την ευκαιρία να θαυμάσουμε τις τοιχογραφίες που την κοσμούν. Κατεβαίνουμε μέσα σε πολύ πυκνό δάσος μέχρι την κοίτη του ποταμού. Ένα κύμα δροσιάς μας αγκαλιάζει, τα τοιχώματα του φαραγγιού είναι ψηλά και στενά κόβοντάς μας την ανάσα. Το τοπίο συπμληρώνεται με έναν τεράστιο κατάφυτο βράχο που έχει πέσει στη μέση του φαραγγιού.
Το περπάτημα στο στενό μέρος του φαραγγιού είναι εντυπωσιακό, κάποια στιγμή όμως ανοίγει βγάζοντάς μας και πάλι στον καυτό ήλιο. Δυστυχώς, δεν μπορέσαμε να δροσιστούμε στα νερά του Βοϊδομάτη, καθώς αυτή την περίοδο δεν υπάρχουν πολλά νερά στο φαράγγι. Έτσι, ένα μέρος της διαδρομής μας έγινε πάνω σε κροκάλα, που καθιστά το περπάτημα άβολο. Ευτυχώς το γύρω τοπίο είναι τόσο επιβλητικό που σε αποζημιώνει. Στη διαδρομή μας συναντήσαμε ορισμένα από τα χαρακτηριστικότερα πέτρινα γεφύρια της περιοχής, δείγμα της ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής της περιοχής του Ζαγορίου. Συνεχίζουμε μέχρι τη γέφυρα Κοντοδήμου, χτισμένη το 1753 και από εκεί συνεχίζουμε το μονοπάτι προς τους Κήπους παιρνώντας πάνω από το γεφύρι και περπατώντας αριστερά από την κοίτη. Στους Κήπους κάνουμε μια μικρή στάση και κατευθυνόμαστε προς το γεφύρι του Μύλου που βρίσκεται στην άκρη του χωριού πάνω από το Μπαγιώτικο ρέμα. Το γεφύρι έχει μια ψευτοκαμάρα και δύο μεγάλες καμάρες, ανάμεσα από τα δύο τόξα βρίσκεται εντοιχισμένη η επιγραφή "βουστροφηδόν", δηλαδή σύμφωνα με την κίνηση των βοδιών που οργώνουν. Από εκεί το μονοπάτι μας οδηγεί προς το τρίτοξο γεφύρι του Πλακίδα ή Καλογερικό. Είναι ένα από τα λιγοστά τρίτοξα γεφύρια, χτίστηκε το 1814, χαρακτηριστικό του είναι τα τρία ισομεγέθη τόξα και τα οδοντωτά περβάζια. Το γεφύρι ήταν αρχικά ξύλινο αλλά μετατράπηκε με χορηγία του ηγούμενου της μονής των Κήπων σε πέτρινο, εξ' ου και το όνομα Καλογερικό. Το όνομα Πλακίδας το πήρε από τους επισκευαστές του το 1864 αδέρφια Πλακίδα.
Κινούμαστε παράλληλα με την κοίτη του ποταμού και η ζέστη όλο και αυξάνεται κάνοντας μας να αναπολούμε την πρωινή δροσιά. Υπάρχει μια πρόβλεψη για βροχή το μεσημέρι η οποία θα ήταν κάτι παραπάνω από καλοδεχούμενη. Συνεχίζουμε πάνω σε ένα καλογραμμένο μονοπάτι και φτάνουμε στο γεφύρι του καπετάν Αρκούδα. Χτισμένο το 1806 με δωρεά του Εβραίου Σολομώντα Ματσίλη από όπου και η αρχική του ονομασία "γεφύρι του Εβραίου". Στις 6 Αυγούστου του 1906, ο τουρκικός στρατός σκότωσε στο σημείο αυτό τον Σαμαρινιώτη μακεδονομάχο Καπετάν Αρκούδα και από τότε το γεφύρι πήρε το όνομά του. Μετά από λίγο βγαίνουμε στην άσφαλτο και από εκεί στο γεφύρι του Κόκκορου.
Ένα από τα πιο εντυπωσιακή μονότοξα γεφύρια της περιοχής που πήρε το όνομά του από τον ανακατασκευαστή του Γρηγόρη Κόκκορη. Πρωτοχτίστηκε το 1750 με έξοδα του Νούτσου Κοντοδήμου όπου χρωστάσει και την άλλη του ονομασία (γεφύρι Νούτσου). Η λαϊκή παράδοση μας πληροφορεί πως παλιότερα στο σημείο αυτό υπήρχε γεφύρι, το οποίο χρησιμοποιούσαν και για να τιμωρούν τους ζωοκλέφτες: Για να διαπιστώσουν αν ένας ύποπτος ήταν ζωοκλέφτης, τον ανάγκαζαν να περάσει το γεφύρι, κουβαλώντας μια γίδα στην πλάτη. Αν περνούσε ή αν ομολογούσε την πράξη του, αθωονόταν αλλιώς τιμωρούνταν με πνιγμό στο ποτάμι. Κατευθυνόμαστε προς το χωριό Βίτσα περπατώντας για λίγο στην κοίτη του ποταμού και μετά πάνω σε χτισμένο πρόσφατα πέτρινο καλντερίμι. Η απορία των περισσοτέρων είναι αν σε αυτό το σημείο χρειάζονταν ένα τέτοιο έργο για το οποίο σίγουρα δαπανήθηκαν αρκετά χρήματα. Ένα απλό μονοπάτι σίγουρα θα εξυπηρτούσε το ίδιο καλά τον σκοπό αυτό και θα έδενε πιο ωραία με το περιβάλλον. Το καλντερίμι βρίσκεται κάπου 10 εκατοστά πάνω από το έδαφος και πραγματικά ένιωθες την κάθε πέτρα του.
Αναλύοντας τις ανησυχίες μας για την ανακατασκευή των μονοπατιών φτάνουμε στο τελευταίο γεφύρι της διαδρομής μας αυτό του Μίσιου το οποίο ενώνει τη Βίτσα με το Κουκούλι. Το δίτοξο γεφύρι κτίστηκε το 1748 με δαπάνη της οικογένειας Μίσιου. Το γεφύρι θεωρείται πολύ γερό μιας και τον χειμώνα του 1910 ένας κορμός δεν κατάφερε να περάσει από το μεγάλο τόξο φράζοντας έτσι τον Ξηροπόταμο και δημιουργώντας λίμνη μέχρι τη γέφυρα του Κόκκορη. Από τη γέφυρα Μίσιου ανηφορίζουμε τη σκάλα Βίτσας, ένα πετρόχτιστο καλντερίμι που ελίσσεται πάνω από την κοιλάδα του Ξηροπόταμου μέχρι τη Βίτσα. Λίγες σταγόνες βροχής δροσίζουν την ανάβασή μας σβήνοντας τη ζέστη που νιώθαμε πριν. Μετά από 6 περίπου ώρες χαλαρής πορείας φτάνουμε στη Βίτσα.
Κλείνοντας, οι εντυπώσεις που σου αφήνει το Βικάκι είναι κάτι παραπάνω από θετικές. Συνίσταται για όποιον θέλει να κάνει μια χαλαρή διαδρομή και να παρατηρήσει λίγο από τη μαγεία της ευρύτερης περιοχής. Το τοπίο είναι πανέμορφο, τα πέτρινα γεφύρια κοσμούν πραγματικά το φαράγγι και η πορεία δεν είναι καθόλου μονότονη αφού συνδυάζει περπάτημα στην κοίτη αλλά και σε δασώδεις εκτάσεις.