Ξεκινάμε πρωί της Κυριακής από την Άρτα με κατεύθυνση ένα από τα πιο απομακρυσμένα χωριά δίπλα στα σύνορα με την Αλβανία, το Ασημοχώρι. Ο καιρός είναι καλός και καθώς περνάμε από την Κόνιτσα έχουμε την ευκαιρία να θαυμάσουμε τη Γκαμήλα. Αρχίζουμε το περπάτημά μας πάνω σε ανηφορικό χωματόδρομο ο οποίος μας οδηγεί μέσα από ένα δάσος γεμάτο με λουλούδια και ολόφρεσκα φύλλα στην κορυφογραμμή. Στην ανάβασή μας μας συντροφεύει η άνοιξη με τις μυρωδιές της.

Περίπου μετά από δύο ώρες φτάνουμε στην κορυφογραμμή και στα σύνορα με την Αλβανία. Για λίγο περπατάμε μέσα σε πανέμορφο δάσος οξιάς από το οποίο βγαίνουμε σύντομα για να αντικρίσουμε κομμένους κορμούς δέντρων ενώ ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι ήταν καμένο και ακόμα κάπνιζε. Το δάσος είχε εμφανώς μειωθεί από την τελευταία μας επίσκεψη εκεί και όπως μας είπε ο συνορειβάτης Βασίλης στην πρώτη του επίσκεψη εκεί η κορυφογραμμή ήταν κατάφυτη με οξιές και περπατούσες σε πλατύ μονοπάτι συναντώντας τις πυραμίδες των συνόρων (οι οποίες πλέον δεν υπάρχουν). Αυτό μας έκανε να αναρωτηθούμε για την τύχη αυτού του πανέμορφου δάσους το οποίο έχει αφεθεί έρμαιο στην λαθροϋλοτομία προφανώς και από τις δύο μεριές των συνόρων.

Το πανέμορφο δάσος οξιάς και το Γκόλιο στο βάθοςΗ πυραμίδα των Ελληνοαλβανικών συνόρων

Μετά το καμένο κομμάτι (μέσα στο οποίο με δυσκολία μπορούσαμε να αναπνεύσουμε) μπαίνουμε και πάλι σε ένα πανέμορφο δάσος οξιάς με δέντρα παλιά που στέκονται μέσα στα αποκαΐδια, μάρτυρες της νεότερης ελληνικής ιστορίας αλλά και της καταστροφής του δάσους από τον σύγχρονο άνθρωπο. Το μονοπάτι μας οδηγεί πλέον σε αλπικά λιβάδια γεμάτα με κρόκους, ορχιδέες και κίτρινες νεραγκούλες. Ο αέρας φυσάει δυνατός και μετά από μια σύντομη στάση στην κορυφή Γκόλιο ξεκινάμε για το Κάμενικ. Καθώς περπατάμε βλέπουμε παντού λάκκους που προφανώς έχουν ανοιχτεί κατά τον εμφύλιο πόλεμο.

Στα αποκαΐδια του δάσους Η ΤύμφηΗ ξεκούραση κάτω από την κορυφή

Ο δρόμος της επιστροφής μας περνάει από ένα από τα πιο όμορφα δάση οξιάς της Ελλάδας μέσα στο οποίο ρέουν μικρά ρέματα σχηματίζοντας πανέμορφους καταρράκτες. Ο ήχος των βημάτων μας σβήνεται πάνω στο παχύ χαλί των πεσμένων φύλλων. Ο δασικός θόλος είναι τόσο πυκνός που ελάχιστες αχτίδες ήλιου φτάνουν σε εμάς. Σύντομα βρίσκουμε μια ράχη η οποίο μας κατεβάζει σε ένα μεγάλο λιβάδι και από εκεί ξαναμπαίνουμε για λίγο στο πανέμορφο δάσος. Δυστυχώς σύντομα το μονοπάτι κόβεται και το αντικαθιστά ένας απαίσιος χωματόδρομος ο οποίος κατεβαίνει τρομερά απότομα κάνοντας το τελευταίο κομμάτι της πορείας μας ιδιαίτερα επίπονο. Μετά από περίπου από 10 ώρες φτάνουμε στο χωριό της Πυρσόγιαννης όπου αφού ανακτήσουμε τις δυνάμεις μας, παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής.