Όλυμπος, 2013Η αντιλόπη των ελληνικών βουνών

Το αγριόγιδο είναι ένα από τα πιο όμορφα ζώα που μπορεί να συναντήσει κανείς στα ελληνικά βουνά. Ίσως το γεγονός πως μπορεί να σκαρφαλώνει με μεγάλη ευκολία σε απόκρημνους γκρεμούς ή μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου να διασχίζει τεράστιες πλαγιές να το έχουν κάνει τόσο αγαπητό στους έλληνες ορειβάτες. Ίσως ενδόμυχα να ζηλεύουμε την ευκολία με την οποία κινείται στο βουνό και πιθανόν θα θέλαμε να του μοιάσουμε έστω και λίγο. Ας γνωρίσουμε λίγο καλύτερα το πανέμορφο αυτό ζωάκι.

  Το πιο σημαντικό πράγμα που θα πρέπει να γνωρίζουμε είναι πως βρίσκεται μεταξύ των απειλούμενων ζώων της βαλκανικής χερσονήσου που σημαίνει πως το κυνήγι του απαγορεύεται. (Με λύπη μου διαπίστωσα, καθώς έψαχνα το διαδίκτυο για πληροφορίες, πως υπάρχουν γειτονικές χώρες στις οποίες εταιρείες οργανώνουν κυνήγι αγριόγιδου). Ο πληθυσμός του είναι 500-700 άτομα και ζει σε περίπου 19 πληθυσμιακές ομάδες με 30 άτομα μέσο όρο η κάθε μια. Οι περιοχές εξάπλωσής του είναι: Βόρεια Πίνδος, Κεντρική-Νότια Πίνδος, Στερεά Ελλάδα, Όλυμπος, Ροδόπη, Τζένα-Πίνοβο και Νεμέρτσικα. Οι ομάδες αυτές είναι απομονωμένες με αποτέλεσμα οι πληθυσμοί να μην επικοινωνούν μεταξύ τους, σχεδόν, σε όλες τις περιοχές. Αυτό έχει σαν αντίκτυπο να μην ανανεώνεται το γενετικό υλικό της ομάδας.

 Το πιο χαρακτητιστικό γνώρισμα του αγριόγιδου είναι τα όρθια κέρατα με τις κυρτές απολήξεις. Το τρίχωμά του από καφέ ανοιχτό το καλοκαίρι μετατρέπεται σε σκούρο καφέ το χειμώνα ενώ στο λευκό κεφάλι φέρει δυο σκούρες πλευρικές λωρίδες.  Το σώμα του είναι δεμένο και καλοζυγισμένο με μήκος 1.10-1.30μ, ύψος 70-80 εκ., βάρος 25-40 κιλά και κοντή ουρά. Το αρσενικό είναι πιο μεγαλόσωμο σε σχέση με το θυλικό. Τα κέρατα αρχίζουν να βγαίνουν όταν είναι 3 μηνών και μεγαλώνουν γρήγορα τα 4 πρώτα χρόνια της ζωής του ενώ στη συνέχεια ο ρυθμός μειώνεται. Τα κέρατα στα θηλυκά είναι πιο λεπτοκαμωμένα. Μπορεί να ζήσει 15-20 χρόνια.

Πίνδος,2013Όλυμπος, 2013

    Η δίαιτα του αγριόγιδου περιλαμβάνει αγροστώδη, λουλούδια, οφθαλμούς και φύλλα από θάμνους το καλοκαίρι. Το χειμώνα που τα πράγματα είναι πιο δύσκολα περιορίζεται σε βρύα και τα λίγο χορταράκια που μπορεί να βρει. Όταν βόσκει τσιμπάει τα χόρτα και τα κλαδάκια, τα τραβάει προς τα πάνω, τα τσακίζει και τα κόβει. Πίνει λίγο νερό και αρκείται στην πρωινή δροσιά ή το χιόνι που γλύφει. Και φυσικά λατρεύει το αλάτι. Το καλοκαίρι αρχίζει τη μέρα του νωρίς βόσκοντας πριν ακόμα χαράξει και περνάει τις ζεστές ώρες σε κάποια σκιά, το σούρουπο ξαναβγαίνει για να βοσκήσει μέχρι να νυχτώσει.

 Τα αγριόγιδα ζούνε σε απόκρημνες πετρώδεις πλαγιές και υποαλπικά λιβάδια σε υψόμετρο 1600-2000μ κυρίως στην Πίνδο, τον Όλυμπο και τη Στερεά Ελλάδα. Οι προτιμήσεις τους όμως αλλάζουν καθώς μεταφερόμαστε στους πληθυσμούς της Ροδόπης όπου ζούνε σε χαμηλότερο υψόμετρο και πιο ομαλές πλαγιές με οξιές, ερυθρελάτη και δασική πεύκη.
Είναι κοινωνικά ζώα που σχηματίζουν μικρά κοπάδια τα οποία τα οδηγεί συνήθως μια θηλυκιά. Μόνο τα γερικά ζώα και κυρίως τα αρσενικά απομονώνονται.
        Έχουν ιδιαίτερα αναπτυγμένο το μητρικό ένστικτο και ο δεσμός μητέρας-παιδιού είναι ισχυρός. Ιδιαίτερα όταν το μικρό είναι θηλυκό, μπορεί να μείνει πολλά χρόνια κοντά στη μητέρα της, ακόμα και όταν αυτή ξαναγεννήσει οπότε και βοηθάει στη φροντίδα του μικρότερου.
     Η περίοδος του ζευγαρώματος είναι τέλη Νοέμβρη με Δεκέμβρη. Το αρσενικό ζευγαρώνει με πολλές θηλυκιές, πρέπει όμως πρώτα να ξεκαθαρίσει τη θέση του σε σχέση με τους άλλους νεαρούς. Στο αγριόγιδο οι βίαιες αναμετρήσεις είναι μάλλον σπάνιες και η ιεραρχία εγκαθίσταται στη διάρκεια σύντομων συνδιαλλαγών με χαρακτηριστικές στάσεις του σώματος και συμπεριφο­ρές, όπου ο καθένας βρίσκει τη θέση του. Σε περίπτωση αμφισβήτησης, η διαφορά μπορεί να λυθεί με ένα σύντομο κυνηγητό.
       Ο «επικρατέστερος» αρσενικός μετά από ένα τελετουργικό που ενέχει βελασμούς και γρυλλίσματα, οσμές και πόζες θέλγει τη θηλυκιά που θα τον δεχτεί μόνο αν είναι σε οίστρο.

Η κυοφορία διαρκεί 165 με 175 ημέρες και γύρω στα μέσα του Ιουνίου γεννιέται ένα κατσικάκι, σπάνια δύο. Το μικρό στέκεται στα πόδια του από την πρώτη στιγμή και στις δέκα μέρες ζωής αρχίζει να βόσκει τα πρώτα του χορταράκια. Ακολουθεί παντού τη μητέρα του, χοροπηδώντας, κουτρουβαλώντας και βελάζοντας σαν τα κατοικίδια κατσικάκια.
Τον πρώτο χειμώνα θα τον περάσει κοντά της: την ακολουθεί κατά πόδας στη δύσκολη αναζήτηση της τροφής και τη νύχτα ζαρώνει κοντά της για να καλυφθεί από τον αέρα και το κρύο, καθώς η γούνα του δεν είναι ακόμα πλούσια. Αν χαθεί η μητέρα του, έχει ελάχιστες πιθανότητες να επιβιώσει μέχρι την άνοιξη.

Τα αρσενικά εγκαταλείπουν το κοπάδι της μητέρας τους σε ηλικία 2-3 χρόνων. Στην ηλικία των 8-9 ετών, που συμπίπτει με την έναρξη της αναπαραγωγικής ηλικίας, εγκαθίστανται στη δική τους επικράτεια. Ζουν μεμονωμένα εκτός από την περίοδο της αναπαραγωγής οπότε προσεγγίζουν τα θηλυκά της επικράτειάς τους.

      Το μεγαλύτερο μέγεθος των κοπαδιών παρατηρείται στο τέλος του καλοκαιριού και στην αρχή του φθινοπώρου. Την εποχή αυτή και ως το τέλος του φθινοπώρου, απαντώνται στις ψηλότερες υψομετρικά περιοχές  του βιοτόπου τους ενώ το χειμώνα κατεβαίνουν στις απόκρημνες δασωμένες πλαγιές. Μετά την άνοιξη και καθώς το χιόνι λιώνει, τα αγριόγιδα σταδιακά ανεβαίνουν ολοένα και ψηλότερα.

Αγριόγιδο με δύο μικρά (Όλυμπος, 2013)Όλυμπος, 2013

Οι σημαντικότερες απειλές είναι:

  • Η λαθροθηρία
  • Η διάνοιξη δασικών και ορεινών δρόμων
  • Η ενόχληση από κοπάδια κτηνοτροφικών ζώων
  • Η ενόχληση από επισκέπτες
  • Η δόμηση κοντά ή μέσα στο βιότοπο
  • Οι διάσπαρτες, απομονωμένες και μικρές αριθμητικά πληθυσμιακές ομάδες αγριόγιδων οι οποίες δεν επικοινωνούν μεταξύ τους.

Λίγες ακόμα πληροφορίες:

  • Δεν ανήκει στο ίδιο είδος με το αγριοκάτσικο (γνωστό και ως αγρίμι ή κρι-κρι) της Κρήτης και δεν διασταυρώνεται με τη γίδα.
  • Οι οπλές του έχουν καουτσουκένια υφή για καλύτερη πρόσφυση στα βράχια και σκληρές αιχμές για το παγωμένο χιόνι. Ανάμεσα στις δύο οπλές υπάρχει μια ελαστική μεμβράνη για να μη βυθίζεται τόσο στο χιόνι.
  • Είναι το μοναδικό οπλοφόρο που μπορεί να συναντήσει κανείς να ζει όλο το χρόνο σε απλικές περιοχές.
  • Οι αισθήσεις του είναι ιδιαίτερα οξυμένες. Έχει μεγάλο οπτικό πεδίο με αποτέλεσμα να μπορεί να εποπτεύει μεγάλη περιοχή.  Αντιλαμβάνεται την κίνηση από μεγάλη απόσταση. Η ακοή του είναι οξεία και θορυβείται με το παραμικρό. Έχει και ευαίσθητη όσφρηση αφού μπορεί να ανιχνεύσει στα 700-800μ αν φυσάει προς το μέρος του.
  • Το έχουν δει να ανεβαίνει υψομετρική διαφορά 1000μ σε 15 λεπτά. Σε αυτό βοηθάει η καρδιά του που έχει 12. εκατ. ερυθρά αιμοσφαίρια/ κυβ. χιλ. και βάρος 380γραμ. έναντι 5.5 εκατ. και 280γραμ. στον άνθρωπο.
     

Πηγές: http://www.env-edu.gr/Chapters.aspx?id=88

Current status of the Balkan chamois in Greece: Implications for conservation (Haritakis & Kati)